Έχουμε στη διάθεσή μας αξιόπιστα εργαλεία για να αντιμετωπίσουμε μια άλλη πανδημία – αυτήν που «χτύπησε» την ψυχική υγεία παιδιών και νέων. Ας τα χρησιμοποιήσουμε.
Άρθρο από τους Ανδρέα Δρακόπουλο, Πρόεδρο του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ) και Harold S. Koplewicz, MD, Διευθυντή και Ιατρικό Επικεφαλής του Child Mind Institute
Μόλις τώρα αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε τον μακροπρόθεσμο αντίκτυπο των δύο τελευταίων χρόνων στην ψυχική υγεία ιδίως παιδιών και εφήβων. Ξέρουμε όμως ήδη ότι τα lockdowns, η απομόνωση και η αβεβαιότητα έχουν συντελέσει στην αύξηση του άγχους και των καταθλιπτικών συμπτωμάτων, όπως επίσης γνωρίζουμε ότι οι γονείς έχουν φτάσει και αυτοί στα όριά τους, καθώς η κρίση έχει ταράξει το όποιο δίκτυο υποστήριξης έχει καθένας στη διάθεσή του.
Ο COVID-19 δεν έχει προκαλέσει μόνο ψυχικά συμπτώματα. Έχει αποκαλύψει επίσης την παντελή έλλειψη βασικής υποστήριξης για τη συναισθηματική υγεία των παιδιών μας, τα οποία δεν βρίσκουν επαρκή στήριξη στο υπάρχον σύστημα, παγκοσμίως. Σε μία πρόσφατη έκθεση σχετικά με την κατάσταση της ψυχικής υγείας των νέων, στην οποία επισημαίνεται ο δυσανάλογα μεγάλος αντίκτυπος στις περιθωριοποιημένες κοινότητες, ο Γενικός Χειρουργός των Ηνωμένων Πολιτειών (σ.σ. United States Surgeon General, δηλ. η αρμόδια υγειονομική αρχή των ΗΠΑ) ενθαρρύνει την υιοθέτηση μίας προσέγγισης που εμπλέκει «το σύνολο της κοινωνίας».
Από την πρώτη γραμμή της φιλανθρωπίας και της στήριξης της ψυχικής υγείας των παιδιών, παροτρύνουμε όλους τους συνεργάτες μας, σε κάθε τομέα και κάθε χώρα, να ενώσουν τις δυνάμεις τους για να καταφέρουμε να εμπλέξουμε «το σύνολο της κοινωνίας» σε αυτό το κρίσιμο ζήτημα. Πρέπει να είμαστε σε θέση να δώσουμε στην ψυχική μας υγεία την ίδια προσοχή που δίνουμε στη σωματική μας υγεία, να αναγνωρίσουμε ότι πρόκειται για ένα καθολικό πρόβλημα και να εξαλείψουμε επιτέλους το στίγμα που παρεμποδίζει τη θεραπεία. Το πιο σημαντικό συμπέρασμα από την κρίση της ψυχικής υγείας του COVID-19 είναι η ανάγκη να δημιουργήσουμε τις υποδομές για να υποστηρίξουμε τη συναισθηματική υγεία των παιδιών.
Δεν είναι εύκολο. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι ελλείψεις στην κατάρτιση και διαρκή εκπαίδευση επαγγελματιών παιδικής ψυχικής υγείας, σε όλα τα επίπεδα –στο σχολείο, στα ιδιωτικά ιατρεία των παιδιάτρων και στις δομές ψυχικής υγείας– αποτελούν ένα σταθερό εμπόδιο στην πρόσβαση και αξιοποίηση αυτών των υπηρεσιών. Το 70% των κομητειών των ΗΠΑ δεν διαθέτουν ούτε έναν ψυχίατρο ειδικευμένο σε παιδιά και εφήβους. (Το ίδιο ισχύει και στις περισσότερες επαρχιακές περιοχές στην Ελλάδα, όπου συνεργαζόμαστε σε μια πρωτοβουλία για την ψυχική υγεία.)
Και όλα αυτά ίσχυαν πριν από την πανδημία. Με τον ίδιο τρόπο που ο COVID-19 εξέθεσε τις αδυναμίες του συστήματος να διαχειριστεί την πανδημία, έτσι αποκάλυψε και τις αδυναμίες στο σύστημα ψυχικής υγείας, το οποίο έχει διαχρονικά αγνοήσει –σχεδόν παντελώς– τα παιδιά. Ο κίνδυνος από τα προβλήματα ψυχικής υγείας που χρονίζουν και δεν λαμβάνουν τη φροντίδα που χρειάζονται, είναι σημαντικός και μακροχρόνιος, με ορισμένα μόνο παραδείγματα αυτών να είναι οι συνεχιζόμενες διαταραχές ψυχικής υγείας, η εγκατάλειψη του σχολείου, η δυσλειτουργία στο οικογενειακό περιβάλλον, η κοινωνική απομόνωση και η αυτοκτονία. Ωστόσο, τα δύο τρίτα των νέων δεν λαμβάνουν ποτέ τη θεραπεία που χρειάζονται.
Η κρίση της ψυχικής υγείας έχει μια ακόμα ομοιότητα με την πανδημία: είναι παγκόσμια και έχει δυσανάλογα μεγάλες επιπτώσεις στις πιο περιθωριοποιημένες κοινότητες. Στις ΗΠΑ, οι μαύροι και οι ισπανόφωνοι έφηβοι έχουν περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν το άγχος τους από τις προκλήσεις της πανδημίας, σύμφωνα με την έκθεση του Child Mind Institute του 2021 για την ψυχική υγεία των παιδιών. Στην Ελλάδα, μέσα από την Πρωτοβουλία για την Υγεία του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ) έχουμε δει ότι τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε απομακρυσμένες περιοχές, οι προσφυγικοί και μεταναστευτικοί πληθυσμοί καθώς και οι Ρομά έχουν λιγότερες πιθανότητες να αποκτήσουν πρόσβαση σε επαρκή φροντίδα ψυχικής υγείας. Υπάρχει μια ζωτικής σημασίας, παγκόσμια ανάγκη να επενδύσουμε στην πρόσβαση σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας για όλα τα παιδιά και τους εφήβους –ιδιαίτερα για όλους όσοι διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο.
Όσο αφουγκραζόμαστε τις ανάγκες των ανθρώπων που βρίσκονται στο πεδίο και έχουν επίγνωση των προβλημάτων και των προκλήσεων, αυτό που διαπιστώνουμε είναι μια διαρκής έκκληση για ανάπτυξη ικανοτήτων (capacity building). Το Child Mental Health Initiative (CMHI), μια νέα συνεργασία μεταξύ του Child Mind Institute και του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ) στο πλαίσιο της Πρωτοβουλίας για την Υγεία του ΙΣΝ, φιλοδοξεί να πετύχει ακριβώς αυτό: να διευρύνει την υποστήριξη για τη φροντίδα της ψυχικής υγείας παιδιών και νέων στην Ελλάδα.
Η πρωτοβουλία CMHI έχει ως στόχο να ενισχύσει και να επεκτείνει το κρίσιμο έργο που επιτελούν οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας παιδιών και νέων αλλά και όσοι δραστηριοποιούνται επαγγελματικά για την παιδική προστασία, σε ολόκληρη τη χώρα. Μέσω ενός συνεργατικού, διεπιστημονικού μοντέλου που θα αναπτυχθεί ανάμεσα στο Child Mind Institute αφενός, και σε περιφερειακές ομάδες Ελλήνων επαγγελματιών που ειδικεύονται στην παιδική ψυχική υγεία και στην ψυχοκοινωνική φροντίδα αφετέρου, το πρόγραμμα στοχεύει σε μεγαλύτερη πρόσβαση σε φροντίδα και θεραπεία και αύξηση των απαιτούμενων πόρων και ικανοτήτων. Παράλληλα, το νέο πρόγραμμα θα αναπτύξει ένα πανελλαδικό δίκτυο και θα συμβάλλει στην ενημέρωση και ευαισθητοποίηση στον τομέα της ψυχικής υγείας. Μέσα από τη συνεργασία και τον συγκερασμό τοπικής και διεθνούς γνώσης και εμπειρίας, η πρωτοβουλία μας θα αξιοποιήσει τα αποτελέσματα πρωτοποριακών ερευνών, για να ενισχύσει την πρόσβαση σε αξιόπιστες υπηρεσίες ψυχικής υγείας για νέους, σε όλη την Ελλάδα.
Βλέπουμε αυτήν την προσπάθεια στην Ελλάδα ως ένα μοντέλο που μπορεί να εφαρμοστεί σε όλη την Ευρώπη και, ενδεχομένως, σε όλο τον κόσμο.
Το έργο αυτό δεν είναι προαιρετικό. Οργανισμοί όπως οι δικοί μας οφείλουν να αναγνωρίσουν ότι η αντιμετώπιση των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν τα παιδιά και οι νέοι αποτελούν τόσο άμεση προτεραιότητα, όσο και μακροπρόθεσμη δέσμευση. Οι κυβερνήσεις και οι ΜΚΟ μπορούν να συμβάλουν από την πλευρά τους, ανταλλάσσοντας βέλτιστες πρακτικές και επικοινωνώντας ανοιχτά με τους κατά τόπους επαγγελματίες αλλά και τις κοινότητες που λαμβάνουν αυτή τη φροντίδα.
Τι ακολουθεί μετά; Είτε πρόκειται για τον COVID, είτε για την ψυχική υγεία, οι κρίσεις στη δημόσια υγεία απαιτούν διαρκή διεθνή συνεργασία, για να καθοριστεί ο βέλτιστος τρόπος ανάσχεσής τους. Χρειάζεται να επιδείξουμε κοινή βούληση για συνεργασία, πέρα από τα εθνικά σύνορα, και να συμφωνήσουμε ότι η πρόσβαση στη φροντίδα ψυχικής υγείας είναι ένας τομέας στον οποίο δεν μπορούμε να είμαστε διχασμένοι. Όπως γράφει ο Γενικός Χειρουργός των ΗΠΑ, Vivek H. Murthy: «Θα ήταν τραγικό αν καταφέρναμε να ξεπεράσουμε μια κρίση δημόσιας υγείας, μόνο και μόνο για να επιτρέψουμε σε μια άλλη να εξελιχθεί στη θέση της».